κραταίπιλος: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_17)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραταίπῑλος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.
|lstext='''κραταίπῑλος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπῑλος Medium diacritics: κραταίπιλος Low diacritics: κραταίπιλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΙΛΟΣ
Transliteration A: krataípilos Transliteration B: krataipilos Transliteration C: krataipilos Beta Code: kratai/pilos

English (LSJ)

ον,

   A with strong πῖλος, A.Fr.430.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.

Greek Monolingual

κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].