κοχλιάρια: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlearia < λατ. cochleare «κουτάλι» (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ia].