κληματικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ [[κλῆμα]], Γλωσσ.
|lstext='''κληματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ [[κλῆμα]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κληματικός]], -ή, -όν (Α) [[κλήμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήμα]], σε [[κλάδο]] αμπέλου.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτικός Medium diacritics: κληματικός Low diacritics: κληματικός Capitals: ΚΛΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klēmatikós Transliteration B: klēmatikos Transliteration C: klimatikos Beta Code: klhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a vine-twig, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1450] zum Reis, bes. zur Weinranke gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

κληματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ κλῆμα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κληματικός, -ή, -όν (Α) κλήμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήμα, σε κλάδο αμπέλου.