κοινοδρομώ: Difference between revisions
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
(21) |
(No difference)
|
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
(21) |
(No difference)
|
κοινοδρομῶ, -έω (Α)
τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δρομῶ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο-δρομώ, ισο-δρομώ].