αλυτρωτισμός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:41, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο
πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. -ισμός
απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου irredentismo].