αλυτρωτισμός
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek Monolingual
ο
πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. -ισμός
απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου irredentismo].