κοσμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui crée le monde.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui crée le monde.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κοσμοποιός]], -oν (ΑM)<br />αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κοσμοποιός]]<br />ο [[πλάστης]] του κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζωο</i>-[[ποιός]], <i>θεο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοποιός Medium diacritics: κοσμοποιός Low diacritics: κοσμοποιός Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kosmopoiós Transliteration B: kosmopoios Transliteration C: kosmopoios Beta Code: kosmopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, ὁ, creator, Ph.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.

Greek Monolingual

κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο-ποιός, θεο-ποιός.