κροτώνη: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_11) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροτώνη''': ἡ, ὡς τὸ [[γόγγρος]] ΙΙ, [[τυλώδης]] ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6. | |lstext='''κροτώνη''': ἡ, ὡς τὸ [[γόγγρος]] ΙΙ, [[τυλώδης]] ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κροτώνη]], ἡ (Α) [[κροτών]]<br /><b>1.</b> σκληρή [[απόφυση]] δέντρου και ειδικά της [[ελιάς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κροτῶναι</i><br />κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A excrescence on trees, esp. on the olive, = γόγγρος 11, Thphr. HP1.8.6. II in pl., fragments of bronchial cartilage, Hp.Morb. 2.53, cf. Gal.19.115.
German (Pape)
[Seite 1514] ἡ, Knorren, Astknoten, bes. am Oelbaume, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κροτώνη: ἡ, ὡς τὸ γόγγρος ΙΙ, τυλώδης ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6.
Greek Monolingual
κροτώνη, ἡ (Α) κροτών
1. σκληρή απόφυση δέντρου και ειδικά της ελιάς
2. στον πληθ. αἱ κροτῶναι
κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.