λειώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειώδης''': -ες, = [[λεῖος]], [[ὁμαλός]], [[ἐπίπεδος]], Σουϊδ.· ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).
|lstext='''λειώδης''': -ες, = [[λεῖος]], [[ὁμαλός]], [[ἐπίπεδος]], Σουϊδ.· ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).
}}
{{grml
|mltxt=[[λειώδης]], -ῶδες (Α) [[λείος]]<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «λεῑος, [[ὁμαλός]], [[ἐπίπεδος]]».
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειώδης Medium diacritics: λειώδης Low diacritics: λειώδης Capitals: ΛΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: leiṓdēs Transliteration B: leiōdēs Transliteration C: leiodis Beta Code: leiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = λεῖος, smooth, even, Suid.

German (Pape)

[Seite 27] ες, wie glatt, λεῖος, eben, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λειώδης: -ες, = λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Σουϊδ.· ὡς κύρ. ὄνομα παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).

Greek Monolingual

λειώδης, -ῶδες (Α) λείος
(κατά το λεξ. Σούδα) «λεῑος, ὁμαλός, ἐπίπεδος».