κυνάρα: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_11) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυνάρα''': ἡ, πιθανῶς = [[κυνόσβατος]], ἢ [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ καὶ [[κινάρα]] (ἴδε παρ’ Ἀθην. 70Α), Σοφ. Ἀποσπ. 318, Σκύλ. παρ’ Ἀθην. 70C· καλουμένη καὶ κύναρος [[ἄκανθα]], Ἑκαταῖ. 172, Σοφ. Ἀποσπ. 643. | |lstext='''κυνάρα''': ἡ, πιθανῶς = [[κυνόσβατος]], ἢ [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ καὶ [[κινάρα]] (ἴδε παρ’ Ἀθην. 70Α), Σοφ. Ἀποσπ. 318, Σκύλ. παρ’ Ἀθην. 70C· καλουμένη καὶ κύναρος [[ἄκανθα]], Ἑκαταῖ. 172, Σοφ. Ἀποσπ. 643. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κυνάρα]])<br /><b>βλ.</b> [[κινάρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ἡ,
A = κινάρα, S.Fr.348, cf. Scyl. or Polemoap.Ath.2.70c, Gal.6.636; ἄκανθα κυνάρα Hecat.291 J.:—also κύνᾰρος ἄκανθα S.Fr.718 (expl. as = κυνόσβατος by Did. ap. Ath.l.c.).
Greek (Liddell-Scott)
κυνάρα: ἡ, πιθανῶς = κυνόσβατος, ἢ ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ κινάρα (ἴδε παρ’ Ἀθην. 70Α), Σοφ. Ἀποσπ. 318, Σκύλ. παρ’ Ἀθην. 70C· καλουμένη καὶ κύναρος ἄκανθα, Ἑκαταῖ. 172, Σοφ. Ἀποσπ. 643.