κυητικός: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(c1)
 
(22)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] zum Empfangen gehörig, ὄργανα, Geschlechtstheile, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] zum Empfangen gehörig, ὄργανα, Geschlechtstheile, Clem. Al.
}}
{{ls
|lstext='''κυητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυώ]]<br />ο [[κατάλληλος]] για την [[κύηση]] («κυητικὰ ὄργανα», Κλήμ. Αλ.).
}}
}}

Latest revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, ὄργανα, Geschlechtstheile, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κυητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225.

Greek Monolingual

κυητικός, -ή, -όν (Α) κυώ
ο κατάλληλος για την κύηση («κυητικὰ ὄργανα», Κλήμ. Αλ.).