Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέμφωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(22)
(No difference)

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
ιατρ. κάθε μη φυσιολογική διόγκωση λεμφικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphoma < lymph(o)- (βλ. λεμφο-) + κατάλ. -oma].