λειψίφως: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(eksahir)
(22)
Line 4: Line 4:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que ha abandonado la luz]]
|esgtx=[[que ha abandonado la luz]]
}}
{{grml
|mltxt=[[λειψίφως]], -ωτος, τὸ (ΑM)<br />ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ημί</i>-<i>φως</i>), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 27] ωτος, = Vorigem, Eust. 811, 63.

Spanish

que ha abandonado la luz

Greek Monolingual

λειψίφως, -ωτος, τὸ (ΑM)
ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + φῶς (πρβλ. ημί-φως), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.