λωτόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de fleurs de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de fleurs de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λωτόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[κατάφυτος]] από λωτούς («[[πεδία]] λωτοῡντα» — πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ' άλλους, θαλερές πεδιάδες, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>, <i>κριν</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτόεις Medium diacritics: λωτόεις Low diacritics: λωτόεις Capitals: ΛΩΤΟΕΙΣ
Transliteration A: lōtóeis Transliteration B: lōtoeis Transliteration C: lotoeis Beta Code: lwto/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A overgrown with lotus, πεδία λωτοῦντα (v.l. -εῦντα) lotus-plains, Il.12.283; or. blooming (λωτέω 11).

Greek (Liddell-Scott)

λωτόεις: εσσα, εν, κατάφυτος ἐκ λωτοῦ, πεδία λωτεῦντα (ἢ -οῦντα), πεδιάδες πλήρεις λωτοῦ, Ἰλ. Μ. 283. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ θαλερός, εὐανθὴς (πρβλ. λωτέω, ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
couvert de fleurs de lotus.
Étymologie: λωτός.

Greek Monolingual

λωτόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» — πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ' άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. -όεις, (πρβλ. αστερ-όεις, κριν-όεις)].