μειζότερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(T22)
(24)
Line 4: Line 4:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μειζοτερα, μειζοτερον, [[see]] [[μέγας]], at the [[beginning]]  
|txtha=μειζοτερα, μειζοτερον, [[see]] [[μέγας]], at the [[beginning]]  
}}
{{grml
|mltxt=[[μειζότερος]], -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)<br /><b>βλ.</b> [[μείζων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[μείζων]]].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

English (Strong)

continued comparative of μείζων; still larger (figuratively): greater.

English (Thayer)

μειζοτερα, μειζοτερον, see μέγας, at the beginning

Greek Monolingual

μειζότερος, -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)
βλ. μείζων.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων].