μεγαλόπτωχος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(6_15)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόπτωχος''': ὁ, ὁ [[λίαν]] [[πτωχός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.
|lstext='''μεγᾰλόπτωχος''': ὁ, ὁ [[λίαν]] [[πτωχός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόπτωχος]], ὁ (Α)<br />[[φτωχός]] που φέρεται με μεγαλειώδη τρόπο.
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπτωχος Medium diacritics: μεγαλόπτωχος Low diacritics: μεγαλόπτωχος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΤΩΧΟΣ
Transliteration A: megalóptōchos Transliteration B: megaloptōchos Transliteration C: megaloptochos Beta Code: megalo/ptwxos

English (LSJ)

ὁ,

   A magnificently poor, Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει Stob.3.10.62.

German (Pape)

[Seite 107] ein großer Armer, sehr arm, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπτωχος: ὁ, ὁ λίαν πτωχός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.

Greek Monolingual

μεγαλόπτωχος, ὁ (Α)
φτωχός που φέρεται με μεγαλειώδη τρόπο.