μεγεθουργός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_17)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγεθουργός''': -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
|lstext='''μεγεθουργός''': -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγεθουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που επιχειρεί και εκτελεί μεγάλα έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:46, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μεγεθουργός: -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

μεγεθουργός, -όν (Μ)
αυτός που επιχειρεί και εκτελεί μεγάλα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγεθος + -ουργός].