ἀκκιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[dado a la gazmoñería]] Eust.1727.28.
|dgtxt=-ή, -όν [[dado a la gazmoñería]] Eust.1727.28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκκιστικός]], -ή, -όν (Μ) [[ἀκκίζομαι]]<br />αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκιστικός Medium diacritics: ἀκκιστικός Low diacritics: ακκιστικός Capitals: ΑΚΚΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akkistikós Transliteration B: akkistikos Transliteration C: akkistikos Beta Code: a)kkistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to be coy, Eust.1727.28.

German (Pape)

[Seite 73] zur Verstellung geneigt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκιστικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dado a la gazmoñería Eust.1727.28.

Greek Monolingual

ἀκκιστικός, -ή, -όν (Μ) ἀκκίζομαι
αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι.