ἀκρόθερμος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_16)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρόθερμος''': -ον, [[λίαν]] [[θερμός]], ἀναφέρεται ἐν Μανουὴλ τοῦ Φιλῆ περὶ Ζ. Ἰδ.
|lstext='''ἀκρόθερμος''': -ον, [[λίαν]] [[θερμός]], ἀναφέρεται ἐν Μανουὴλ τοῦ Φιλῆ περὶ Ζ. Ἰδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόθερμος]], -ον (Μ)<br />ο [[πάρα]] πολύ [[ζεστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[θερμός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 83] äußerst hitzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόθερμος: -ον, λίαν θερμός, ἀναφέρεται ἐν Μανουὴλ τοῦ Φιλῆ περὶ Ζ. Ἰδ.

Greek Monolingual

ἀκρόθερμος, -ον (Μ)
ο πάρα πολύ ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + θερμός.