ακύρωση: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:49, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].
(2) |
(No difference)
|
η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].