αλείπτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:49, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια)
1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι
2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής
3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλειπτικός.