αλεπουδεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω»
2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. αλεπούδ-ες, πληθ. του ουσ. αλεπού].