αλιγείτων: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἁλιγείτων, -ονος (Α)
γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + γείτων-νος].
(2) |
(No difference)
|
ἁλιγείτων, -ονος (Α)
γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + γείτων-νος].