αλιγείτων
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
ἁλιγείτων, -ονος (Α)
γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + γείτων-νος].