ἁλικράτωρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(6_3) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλικράτωρ''': [ᾰτ-], ορος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Πρόδρ. 5, 422. | |lstext='''ἁλικράτωρ''': [ᾰτ-], ορος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Πρόδρ. 5, 422. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλικράτωρ]] (-ορος), ο (Μ)<br />[[κύριος]], [[άρχοντας]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]], ([[παράλληλος]] τ. του τέρματος -<i>κρατὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 96] = -κρείων, Meerbeherrscher, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλικράτωρ: [ᾰτ-], ορος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Πρόδρ. 5, 422.
Greek Monolingual
ἁλικράτωρ (-ορος), ο (Μ)
κύριος, άρχοντας της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -κράτωρ, (παράλληλος τ. του τέρματος -κρατὴς < κράτος < κρατῶ)].