ἀλληλοφθορία: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(big3_3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[aniquilación mutua]] αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε les proveyó de medios de huir a las aniquilaciones mutuas</i> Pl.<i>Prt</i>.321a<br /><b class="num">•</b>esp. en guerras civiles o fratricidas ἀλληλοφθορίας ἀπαύστους D.H.5.66, στάσεως καὶ ἀλληλοφθοριῶν ἀναπεπληκὼς τὸν οἶκον I.<i>AI</i> 17.123, cf. Eus.<i>DE</i> l.6.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[aniquilación mutua]] αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε les proveyó de medios de huir a las aniquilaciones mutuas</i> Pl.<i>Prt</i>.321a<br /><b class="num">•</b>esp. en guerras civiles o fratricidas ἀλληλοφθορίας ἀπαύστους D.H.5.66, στάσεως καὶ ἀλληλοφθοριῶν ἀναπεπληκὼς τὸν οἶκον I.<i>AI</i> 17.123, cf. Eus.<i>DE</i> l.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλληλοφθορία]], η (Α)<br />η [[αλληλοφθορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλληλοφθόρος]], <b>βλ.</b> [[ἀλληλοφθόροι]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλοφθορία Medium diacritics: ἀλληλοφθορία Low diacritics: αλληλοφθορία Capitals: ΑΛΛΗΛΟΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: allēlophthoría Transliteration B: allēlophthoria Transliteration C: allilofthoria Beta Code: a)llhlofqori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mutual slaughter, Pl.Prt.321a (pl., D.H.5.66 (pl.).

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, gegenseitiges Vernichten, im plur., Plat. Prot. 321 a; D. Hal. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοφθορία: ἡ, ἡ ἀμοιβαία φθορά, καταστροφή, Πλάτ. Πρωτ. 321Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
aniquilación mutua αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε les proveyó de medios de huir a las aniquilaciones mutuas Pl.Prt.321a
esp. en guerras civiles o fratricidas ἀλληλοφθορίας ἀπαύστους D.H.5.66, στάσεως καὶ ἀλληλοφθοριῶν ἀναπεπληκὼς τὸν οἶκον I.AI 17.123, cf. Eus.DE l.6.

Greek Monolingual

ἀλληλοφθορία, η (Α)
η αλληλοφθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλοφθόρος, βλ. ἀλληλοφθόροι.