αλάνθαστος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο λανθάνω
1. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάθευτος, άσφαλτος, σωστός
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αλάθητος, αναμάρτητος.