ἀλυκρός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_4)
(3)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλῠκρός''': -ά, -όν, = [[θαλυκρός]], [[θερμός]], [[χλιαρός]], Νικ. Ἀλεξιφ. 386.
|lstext='''ἀλῠκρός''': -ά, -όν, = [[θαλυκρός]], [[θερμός]], [[χλιαρός]], Νικ. Ἀλεξιφ. 386.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ά, -όν<br />[[tibio]] Call.<i>Fr</i>.270, Nic.<i>Al</i>.386, cf. ἄλυκρον· εὐδινόν Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)<br />[[θερμός]], [[χλιαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. <i>ἁλέα</i> (Ι), και πλάστηκε [[κατά]] τον τ. <i>θαλυκρὸς</i> ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε <i>θ</i>’ [[ἁλυκρός]]. Οπωσδήποτε η [[άποψη]] αυτή [[είναι]] προβληματική, [[γιατί]] προϋποθέτει αρχική [[δασύτητα]] της λ.].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 110] = θαλυκρός, lau, Nic. Al. 385.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῠκρός: -ά, -όν, = θαλυκρός, θερμός, χλιαρός, Νικ. Ἀλεξιφ. 386.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
tibio Call.Fr.270, Nic.Al.386, cf. ἄλυκρον· εὐδινόν Hsch.

Greek Monolingual

ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)
θερμός, χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε θἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί προϋποθέτει αρχική δασύτητα της λ.].