αλυσιδώνω: Difference between revisions
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Μ ἁλυσιδῶ -όω)
δένω, συνδέω με αλυσίδες
νεοελλ.
1. φράζω με αλυσίδες
2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλυσίδα.
ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις
νεοελλ.
αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος].