αλλώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀλλώνιος, -ον (Α)
αιολικός τύπος αντί ἀλλοίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ἄλλος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος].