αμαυρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμαυρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από αμαύρωση τών οφθαλμών ή είναι επιρρεπής σ' αυτή
αρχ.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει αμαύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ + παραγ. κατάλ. -τικός
η λ. πέρασε στην ξεν. επιστημονική ορολογία, πρβλ. αγγλ. amaurotic, από όπου και η νεώτερη σημασία της λ. στα νέα Ελληνικά].