αμάχι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Μ ἀμάχι)
το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή-ἀλλάγιον > ἀλλάγι].