αμετανόητος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αμετανόητος, -ον)
αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετανοῶ.
ΠΑΡ. ἀμετανοησία].