αμεταμέλητος
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμεταμέλητος, -ον) μεταμέλομαι
(για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος
αρχ.
1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς
2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το οποίο να μετανιώσει.