ἀμετρί: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(big3_3)
(3)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμετρεί]] Hdn.Gr.2.464<br />adv. [[sin medida]] ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμετρεί]] Hdn.Gr.2.464<br />adv. [[sin medida]] ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.
}}
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> [[άμετρος]]<br />[[δίχως]] [[μέτρο]], άμετρα, υπερβολικά.
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 123] adv. zum vorigen, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμετρος, μέτρῳ ὕδωρ πίνοντες, ἀμ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες, Παροιμ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμετρεί Hdn.Gr.2.464
adv. sin medida ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.

Greek Monolingual

επίρρ. άμετρος
δίχως μέτρο, άμετρα, υπερβολικά.