αμέσως: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

επίρρ. (Α ἀμέσως) ἄμεσος
1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας
2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς.