αμέσως: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμέσως) ἄμεσος
1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας
2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς.