άμμουδα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
ο αμμώδης βυθός της θάλασσας (σε αντίθεση προς την αμμουδιά, δηλαδή την αμμώδη παραλία).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από το θ. του πληθυντικού (άμμου-δες) του ουσ. άμμος].