αμφιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀμφιμάχομαι (Α)
1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ
2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάχομαι.