Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(3) |
(No difference)
|
ἄμυος, -ον (Α) μῡς
αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα μυώδης).