ανάθημα: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
(3) |
(No difference)
|
το (Α ἀνάθημα)
οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα
αρχ.
1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα
2. στολίδι, κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι.
ΠΑΡ. αναθηματικός].