ανάθημα: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Α ἀνάθημα)
οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα
αρχ.
1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα
2. στολίδι, κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι.
ΠΑΡ. αναθηματικός].