ἀναντίθετος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(big3_4)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incontestable]] ἡ μία [[ἀρχή]] Dam.<i>in Phlb</i>.62, [[αἵρεσις]] Simp.<i>in Epict</i>.p.7.<br /><b class="num">2</b> [[sin opuesto o contrario]] τοῦ δὲ ἑνὸς ἡ [[ἔννοια]] ... ἀ. Dam.<i>Pr</i>.26, σῶμα Anon.<i>in Cat</i>.23.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin contradicción mutua]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.44 (p.192.13).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incontestable]] ἡ μία [[ἀρχή]] Dam.<i>in Phlb</i>.62, [[αἵρεσις]] Simp.<i>in Epict</i>.p.7.<br /><b class="num">2</b> [[sin opuesto o contrario]] τοῦ δὲ ἑνὸς ἡ [[ἔννοια]] ... ἀ. Dam.<i>Pr</i>.26, σῶμα Anon.<i>in Cat</i>.23.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin contradicción mutua]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.44 (p.192.13).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναντίθετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αναντίρρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει το αντίθετο του, που δεν μπορεί να βρεθεί σε [[σχέση]] αντιθέσεως με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναντίθετος Medium diacritics: ἀναντίθετος Low diacritics: αναντίθετος Capitals: ΑΝΑΝΤΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: anantíthetos Transliteration B: anantithetos Transliteration C: anantithetos Beta Code: a)nanti/qetos

English (LSJ)

ον,

   A not to be contradicted, Olymp.in Phlb.p.247 S.; αἵρεσις Simp. in Epict.p.7 D., al.    II without contrary or opposite, Dam.Pr.26, Anon.in Cat.23.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναντίθετος: -ον, πρὸς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀντείπῃ, Ὀλυμπιόδ., Σιμπλίκ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontestable ἡ μία ἀρχή Dam.in Phlb.62, αἵρεσις Simp.in Epict.p.7.
2 sin opuesto o contrario τοῦ δὲ ἑνὸς ἡ ἔννοια ... ἀ. Dam.Pr.26, σῶμα Anon.in Cat.23.21.
II adv. -ως sin contradicción mutua Epiph.Const.Haer.69.44 (p.192.13).

Greek Monolingual

ἀναντίθετος, -ον (Α)
1. ο αναντίρρητος
2. αυτός που δεν έχει το αντίθετο του, που δεν μπορεί να βρεθεί σε σχέση αντιθέσεως με κάτι άλλο.