ἀνανεωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[renovador]] θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.<i>AI</i> 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.<i>in Ti</i>.2.63.28. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[renovador]] θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.<i>AI</i> 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.<i>in Ti</i>.2.63.28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνανεωτικός]], -ή, -όν) [[ανανεώνω]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[ανανέωση]], ο [[ικανός]] να ανανεώνει, να αναζωογονεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A renewing, reviving, τινός J.AJ11.4.7.
German (Pape)
[Seite 199] verjüngend, erneuend, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανεωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
renovador θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.AI 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.in Ti.2.63.28.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνανεωτικός, -ή, -όν) ανανεώνω
ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί.