ἀνάπτυκτος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_17)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπτυκτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
|lstext='''ἀνάπτυκτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, [[εξαπλώσιμος]], [[εκτατός]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπτυκτος Medium diacritics: ἀνάπτυκτος Low diacritics: ανάπτυκτος Capitals: ΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: anáptyktos Transliteration B: anaptyktos Transliteration C: anaptyktos Beta Code: a)na/ptuktos

English (LSJ)

ον,

   A that may be opened, Arist.PA683b15.

German (Pape)

[Seite 204] entwickelt, erklärt; zu entwickeln, Arist. part. anim. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπτυκτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.