ἀνεμοπόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_14) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμοπόλεμος''': ὁ, ἐλαφρὰ [[συμπλοκή]], [[ἀκροβολισμός]], τοξασμοὶ καὶ ἀνεμοπόλεμοι Νικ. Χων. εἰς Ἰσαὰκ 1. 6., σ. 494. 24. - ἐπελάσεις ἐξ ἐπιδρομῆς μερικαί, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἀνεμοπόλεμος''': ὁ, ἐλαφρὰ [[συμπλοκή]], [[ἀκροβολισμός]], τοξασμοὶ καὶ ἀνεμοπόλεμοι Νικ. Χων. εἰς Ἰσαὰκ 1. 6., σ. 494. 24. - ἐπελάσεις ἐξ ἐπιδρομῆς μερικαί, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[ἀνεμοπόλεμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η ανεμοπάλη, η [[θύελλα]]<br /><b>μσν.</b><br />αψιμαχίες, ακροβολισμοί. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:54, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 222] ὁ (Windkrieg), = ἀκροβολισμός, Schol. Soph. Ai. 1109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοπόλεμος: ὁ, ἐλαφρὰ συμπλοκή, ἀκροβολισμός, τοξασμοὶ καὶ ἀνεμοπόλεμοι Νικ. Χων. εἰς Ἰσαὰκ 1. 6., σ. 494. 24. - ἐπελάσεις ἐξ ἐπιδρομῆς μερικαί, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνεμοπόλεμος)
νεοελλ.
η ανεμοπάλη, η θύελλα
μσν.
αψιμαχίες, ακροβολισμοί.