ἄνθισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(big3_4)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[vestido de colores brillantes]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.10.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[vestido de colores brillantes]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.10.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄνθισμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθηση]], [[ανθοφορία]]<br /><b>2.</b> [[αρρώστια]] του κρασιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρούχο]] πολύχρωμο και ζωηρό.
}}
}}

Latest revision as of 06:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 232] τό, Farbenschmuck, Schminke, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθισμα: -ατος, τό, (ἀνθίζω) ἔνδυμα ἀνθηρὸν καὶ ποικιλόχρουν, «ὡς γὰρ τὸν δραπέτην τὰ στίγματα, οὕτω τὴν μοιχαλίδα δείκνυσι τὰ ἀνθίσματα» Κλήμ. Ἀλ. 258.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
vestido de colores brillantes Clem.Al.Paed.3.2.10.

Greek Monolingual

το (Α ἄνθισμα)
νεοελλ.
1. άνθηση, ανθοφορία
2. αρρώστια του κρασιού
αρχ.
ρούχο πολύχρωμο και ζωηρό.