ἀνθίζω
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
A strew or deck with flowers, E.Ion890; κεφαλὴν ῥόδοις Philostr.Im.1.15 (but σκευὴ ἠνθισμένη adorned, embroidered with flowers, ibid.): metaph., ἀ. τὴν λέξιν D.H.Isoc.13:—Med., gather, cull flowers, App.BC4.105.
2 colour, dye, stain, [πορφύρα] ἀ. τὴν χεῖρα Arist.HA547a18:—Pass., ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Hdt.1.98; οὐ γάρ σε μὴ.. γνῶσ'.. ὧδ' ἠνθισμένον thus disguised or with silvered hair, S.El.43; κρέα πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα meat browned at the fire, Epicr.6; οἶνος ἠνθισμένος wine flavoured with flowers, Gal.19.81.
3 ἀνθίζουσα, ἡ, a plaster, Id.13.856.
Spanish (DGE)
I 1adornar con flores κρόκεα πέταλα φάρεσιν ἔδρεπον, ἀνθίζειν χρυσανταυγῆ recogía pétalos de azafrán, cortados para adornar mi peplo con áureo resplandor E.Io 890, κεφαλὴν ῥόδοις ἀνθίσας Philostr.Iun.Im.1.15, σκευὴ ... ἠνθισμένη atuendo adornado, bordado con flores Philostr.Im.1.15, fig. ἀνθίσαι τὴν λέξιν adornar el estilo D.H.Isoc.13.
2 aromatizar con flores οἶνος ἠνθισμένος Gal.19.81.
3 colorear, teñir τὴν χεῖρα Arist.HA 547a18, en v. pas. ἠνθισμένοι εἰσὶ φαρμάκοισι Hdt.1.98, κρέα ... πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα carnes doradas al fuego Epicr.6
•de un anciano encanecido οὐ γάρ σε μὴ ... γνῶσ', οὐδ' ὑποπτεύσουσιν ὧδ' ἠνθισμένον S.El.43.
II v. med. recoger flores App.BC 4.105.
III ἡ ἀνθίζουσα un tipo de emplasto Gal.13.856.
German (Pape)
[Seite 232] mit Blumen schmücken, Eur. Ion. 890; φαρμάκοις, färben, Her. 1, 98; καὶ βάπτειν τὴν χεῖρα Arist. H. A. 5, 15; übertr., οὐ μὴ γήρᾳ καὶ χρόνῳ μακρῷ γνῶσ' οὐδ' ὑποπτεύσουσιν ὧδ' ἠνθισμένον Soph. Et. 43. nach gew. Erkl., mit weißem Schmuck der Haare, wahrscheinlicher von dem geschmückten Aeußern zu verstehen, s. Herm.; λέξιν D. Hal. lud. Isocr. 13, den Stil ausschmücken. Im med., Blumen sammeln, App. – Bei Ath. XIV, 655 e sagt Epicrat. κρέα πυρὸς ἀκμαῖς ήνθισμένα durch Feuer gebräunt.
French (Bailly abrégé)
impf., fut. et pf. inus. ; ao. ἤνθισα, pf. Pass. ἤνθισμαι;
1 fleurir, orner de fleurs;
2 farder.
Étymologie: ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθίζω:
1 украшать цветами Soph., Eur.;
2 окрашивать (χεῖρα Arst.; οἱ προμαχεῶνες ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθίζω: μελλ -ίσω, (ἄνθος) περικοσμῶ δι’ ἀνθέων, εὖτ’ εἰς κόλπους κρόκεα πέταλα φάρεσιν ἔδρεπον ἀνθίζειν χρυσανταυγῆ Εὐρ. Ἴων. 890· ὁ Paley θεωρεῖ ἐφθαρμένον τὸ χωρίον καὶ διορθοῖ ἀνθίζοντα χρυσαυγῆ· - κεφαλὴν ῥόδοις Φιλόστρ. 786: μεταφ., ποιῶ τι ἀνθηρόν, ἀνθ. τὴν λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 14: - Μέσ., συλλέγω ἄνθη, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 105. 2) χρωματίζω, βάπτω, θλιβόμενος ἀνθ. τὴν χεῖρα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 8: - Παθ., ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Ἡροδ. 1. 98· οὐ γάρ σε μή... γνῶσ’... ὧδ’ ἠνθισμένον, οὕτω πως λευκανθέντα τὰς τρίχας· κατ’ ἄλλους, μετημφιεσμένον, Σοφ. Ἠλ. 43, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· κρέα... πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα, «κοκκινισμένα» εἰς τὸ πῦρ, Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1.5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1.6.
Greek Monolingual
(AM ἀνθίζω)
νεοελλ.
1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια
2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω
3. ανθίζουμαι
μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω
αρχ.
1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη
2. καλλωπίζω διακοσμώ
3. μέσ. συλλέγω, μαζεύω λουλούδια
4. βάφω, χρωματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος.
ΣΥΝΘ. απανθίζω, διανθίζω, εξανθίζω, επανθίζω
αρχ.
διεξανθίζω
νεοελλ.
ξανανθίζω].
Greek Monotonic
ἀνθίζω: μέλ. -ίσω (ἄνθος), διακοσμώ ή στολίζω με λουλούδια, σε Ευρ.
2. βάφω με ανοιχτό χρώμα — Παθ., σε Ηρόδ.· μεταφ., ἠνθισμένος, βαμμένος, χρωματισμένος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἄνθος
1. to strew or deck with flowers, Eur.
2. to dye with bright colour: Pass., Hdt.; metaph., ἠνθισμένος dyed, disguised, Soph.