ἀνορθιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[gritar]], [[chillar]] ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.<i>Myst</i>.29.<br /><b class="num">2</b> [[aguzar]] τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[gritar]], [[chillar]] ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.<i>Myst</i>.29.<br /><b class="num">2</b> [[aguzar]] τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνορθιάζω]] (Α) [[[ορθιάζω]] «[[φωνάζω]]»]<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανορθώνω]] από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]]<br /><b>3.</b> [[ανασηκώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
A call out, shout aloud, And.1.29. II prick up, τὰ ὦτα Ph.2.188,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται 1.381.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορθιάζω: φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. ἀνεγείρω, ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.
Spanish (DGE)
1 gritar, chillar ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.Myst.29.
2 aguzar τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.
Greek Monolingual
ἀνορθιάζω (Α) [[[ορθιάζω]] «φωνάζω»]
1. μτφ. ανορθώνω από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς
2. φωνάζω δυνατά
3. ανασηκώνω.