ανορθώνω
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
(AM ἀνορθῶ -όω)
1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω
2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ
αρχ.
1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω
2. διορθώνω, επανορθώνω.