αντίξοος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 06:55, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίξοος, -οον κ. ἀντίξους, -ουν)
ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός
νεοελλ.
φρ. «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον
η αντίθετη πλευρά
2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» — πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -ξοος < ξέω «λειαίνω, ομαλύνω, λαξεύω»].