ἀντιφατικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(big3_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />lóg.<br /><b class="num">1</b> [[contradictorio]] de proposiciones, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.580.16.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de forma contradictoria]] Arist.<i>Int</i>.17<sup>b</sup>17, 22<sup>a</sup>34.
|dgtxt=-ή, -όν<br />lóg.<br /><b class="num">1</b> [[contradictorio]] de proposiciones, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.580.16.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de forma contradictoria]] Arist.<i>Int</i>.17<sup>b</sup>17, 22<sup>a</sup>34.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιφατικός]], -ή, -όν) [[αντιφάσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[αντίφαση]]<br /><b>2.</b> «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες [[μολονότι]] σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία [[προς]] την [[άλλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα [[λόγια]] του.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφᾰτικός Medium diacritics: ἀντιφατικός Low diacritics: αντιφατικός Capitals: ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antiphatikós Transliteration B: antiphatikos Transliteration C: antifatikos Beta Code: a)ntifatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, in Logic,

   A contradictory, only in Adv. -κῶς Arist.Int.17b17, 22a34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφᾰτικός: -ή, -όν, ἐν τῇ λογικῇ ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. π. Ἑρμ. 7. 6, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7, 6 καὶ 13, κ. ἀλλ.: πρβλ. ἀντίκειμαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
lóg.
1 contradictorio de proposiciones, Alex.Aphr.in Top.580.16.
2 adv. -ῶς de forma contradictoria Arist.Int.17b17, 22a34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντιφατικός, -ή, -όν) αντιφάσκω
1. αυτός που περιέχει αντίφαση
2. «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.